- κομβινεύω
- κομβινεύω (Α)ζεύω μαζί άλογα για ιπποδρομικό αγώνα ή αγωνίζομαι με συζευγμένα άλογα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. combino «συνάπτω» και κατάλ. -εύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κομβίνευμα — κομβίνευμα, τὸ (Α) [κομβινεύω] σύζευξη αλόγων για ιπποδρομικό αγώνα … Dictionary of Greek